θερμοφιλικός — ή, ό ο θερμόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophilic < thermophile (πρβλ. θερμόφιλος) + ic (πρβλ. ικός)] … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φιλόθερμος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τη θερμότητα, θερμόφιλος. 2. αυτός που ευδοκιμεί σε θερμό περιβάλλον, σε θερμή ατμόσφαιρα: Φιλόθερμα μικρόβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)