θερμόφιλος

θερμόφιλος
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τη θερμότητα
2. βιολ. (για μικροοργανισμό) ικανός να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophile < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -phile (πρβλ. φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θερμοφιλικός — ή, ό ο θερμόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophilic < thermophile (πρβλ. θερμόφιλος) + ic (πρβλ. ικός)] …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φιλόθερμος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τη θερμότητα, θερμόφιλος. 2. αυτός που ευδοκιμεί σε θερμό περιβάλλον, σε θερμή ατμόσφαιρα: Φιλόθερμα μικρόβια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”